ἀστικός

ἀστικός
ἀστικός, ή, όν, ([etym.] ἄστυ)
A of a city or town, opp. country,

λεὼς ἀ. A. Eu.997

;

βωμοί Id.Supp.501

; epith. of Hecate, IG9(2).575 (Larissa, v B. C.); τὰ ἀ. Διονύσια ( = τὰ κατ' ἄστυ) Th.5.20; home, opp. ξενικός (foreign), A.Supp.618; ἀ. δίκαι suits between citizens, Lys.17.3;

ἀ. δικαστήριον IG12(7).3.32

([place name] Amorgos);

ἀ. νόμοι POxy.706.9

(ii A. D.).
2 as Subst., = ἀστός, TAM2.377,886 ([place name] Xanthus).
b ἀστικοί, οἱ, = Lat. cohortes urbanae, D.C.56.32, 59.2; ἀστικόν, τό, Id.55.24.
II fond of the town or town life, D.55.11.
2 = ἀστεῖος, polite, ἀστικά, as Adv., opp. ἀγροίκως, Theoc.20.4.—In codd. often written ἀστυκός.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀστικός — of a city masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστικός — ή, ό (AM ἀστικός, ή, όν) όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο άστυ, στην πόλη νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική τάξη αρχ. 1. εκείνος που αγαπά τη ζωή της πόλης 2. ο καλλιεργημένος, ο πολιτισμένος 3. ως ουσ. ο αστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστ υ… …   Dictionary of Greek

  • αστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει στο άστυ ή ζει σ αυτό (αντίθ. αγροτικός): Ο αστικός πληθυσμός της χώρας μας αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια και ο αγροτικός μειώθηκε. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αστούς ως κοινωνική τάξη: Η αστική τάξη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστικά — ἀστικός of a city neut nom/voc/acc pl ἀστικά̱ , ἀστικός of a city fem nom/voc/acc dual ἀστικά̱ , ἀστικός of a city fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • ἀστικῶν — ἀστικός of a city fem gen pl ἀστικός of a city masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστικόν — ἀστικός of a city masc acc sg ἀστικός of a city neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναπολεόντειος Κώδικας — Αστικός κώδικας που δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1804. θεωρείται το σημαντικότερο νομοθετικό έργο του Ναπολέοντα και αποτελείται από 2.281 άρθρα. Διαιρείται σε τρία μέρη: στο δίκαιο των προσώπων, στο δίκαιο του αντικειμένου και των ειδών της… …   Dictionary of Greek

  • ἀστικαῖς — ἀστικός of a city fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστικαί — ἀστικός of a city fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστικοῖς — ἀστικός of a city masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”